ἐμφιλονείκως

ἐμφιλονείκως
ἐμφιλόνεικος
adverbial
ἐμφιλόνεικος
masc/fem acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εμφιλόνεικος — ἐμφιλόνεικος, ον (AM) αυτός που περιέχει φιλονεικία, που διεξάγεται με φιλονεικία, ο εριστικός. επίρρ... ἐμφιλονείκως με φιλονεικία, με εριστική διάθεση, εριστικά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”